συγγυμνασία

συγγυμνασία
συγγυμν-ᾰσία, ,
A common exercise,

τῶν αἰσθήσεων Placit.4.2.8

, cf. LXX Wi.8.18; strain of copulation, Zeno Stoic.1.36.
2 experience, training, Dsc.1.42, Sor.1.3, Marcellin.Puls.164.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συγγυμνασία — συγγυμνασίᾱ , συγγυμνασία common exercise fem nom/voc/acc dual συγγυμνασίᾱ , συγγυμνασία common exercise fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγυμνασίᾳ — συγγυμνασίᾱͅ , συγγυμνασία common exercise fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγυμνασία — ἡ, Α [συγγυμνάζω] 1. η από κοινού, η συνολική άσκηση («συγγυμνασίαν αἰσθήσεων», Πλούτ.) 2. εκγύμναση, εξάσκηση 3. εξαναγκασμός σε συνουσία …   Dictionary of Greek

  • συγγυμνασίας — συγγυμνασίᾱς , συγγυμνασία common exercise fem acc pl συγγυμνασίᾱς , συγγυμνασία common exercise fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγυμνασίαν — συγγυμνασίᾱν , συγγυμνασία common exercise fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγυμνασίαις — συγγυμνασία common exercise fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχολικός — ή, ό, Ν [σχολή] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σχολείο και ειδικότερα στους μαθητές, ο μαθητικός (α. «σχολική τσάντα» β. «σχολική συγγυμνασία», Απολλ. Δύσκ.) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο σχολείο ή σε ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”